Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηδέποθι — (Α) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. πόθι] … Dictionary of Greek
μηδέποθ' — μηδέποθι , μηδέποθι nowhere indeclform (adverb) μηδέποτε , μηδέποτε never indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)